σαν τους Παπούα
Αν την εποχή της παιδικής μου ηλικίας υπήρχαν φωτογράφοι και μας φωτογράφιζαν, όπως κι όλα τα παιδιά του χωριού κι όλων των χωριών, δε θα διαφέραμε απ’ τα παιδιά Των Παπούα ή και κάποιων άλλων πιο καθυστερημένων κατοίκων της Αφρικής.
Όταν βλέπω φωτογραφίες αφρικανοπαίδων ζωντανεύουν οι εικόνες της παιδικής μου ηλικίας.
Μέχρι 6-7 χρονών ήμασταν ξεβράκωτα, μ’ ένα πουκάμισο από χοντροπάνι που το ’ραβε η μάννα μας με ράμματα και μας κούμπωνε πάλι με ράμματα.
Απέξω ένα φουστάνι μάλλινο, καμωμένο απ’ τα παλιά φουστάνια των μαννάδων μας, τα μονόκλωνα, όπως τα ’λεγαν.
Το χειμώνα μας έκαναν ένα σακκάκι και πάλι από το ίδιο ύφασμα, που πάλι ο ίδιος ράφτης- η μάννα μας- τα ’ραβε.
Τα ρούχα μας τα βάζαμε σαν η γίδα το τομάρι. Τα ίδια μέρα τα ίδια νύχτα. Τα ίδια χειμώνα και καλοκαίρι.
Πολλές φορές τις μεγάλες νύχτες κατουριόμουν. Μούσκευαν τα ρούχα και το πρωί στέγνωναν στη φωτιά. Μύριζαν όμως κατουρίλας.
Όχι βέβαια μόνο εγώ. Όλα τα παιδιά το ίδιο παθαίναμε.
Είχαμε και δίκιο. Από το σούρουπο μας έβαζαν για ύπνο. Στη φωτιά έπρεπε να καθίσουν οι μεγάλοι δεν χωρούσαμε όλοι.
Οι πρώτες χαρές μου (από ποδεσιά) ήταν, όταν σε ηλικία πέντε χρονών- ίσα, που το θυμάμαι-το βράδυ τα Χριστούγεννα με πήγαινε στα χέρια στην εκκλησία μια αδερφή της μάνας μου-μακαρίτισσα πια- η Ελένη. Και τότε για πρώτη φορά φόρεσα γουρουνοτσάρουχα, μ’ όλες τις γουρουνότριχες.
Αν και γλίτσιαζαν τα τσουραπάκια, που φορούσα, απ’ το λίπος, που ’χε τογουρουνοτόμαρο, είχα μεγάλη χαρά.
στα Μαγγανάρια
Σε ηλικία έξι χρονών με είχαν πάρει οι γονείς μου στα χειμαδιά, προς την Τριχωνίδα. Μαγγανάρια λέγονταν η τοποθεσία κι ήταν δίπλα στο Ζέρβα, παραπόταμο του Αχελώου.
Εκεί τους βοηθούσα στα πρόβατα. Μάζευα όλη μέρα μποβόλια (=σαλιγκάρια). Τα ’βαζα στις τσέπες μου, που σιγά-σιγά έγιναν απ’ τα σάλια τους αδιάβροχες και κρατούσαν μέσα νερό. Όταν γέμιζαν οι τσέπες μου, τα ’βαζα στη σκούφια μου, ένα μαύρο πανί στρογγυλό στο κεφάλι μου σαν αυτό, που έχουν οι καλόγεροι. Αλλά και οι μανίκες μου απ’ τον αγκώνα και κάτω, που σκούπιζα τις μύξες απ’ τη μύτη μου, έγιναν κι αυτές αδιάβροχες.
Στα Μαγγανάρια και μες στην ταράτσα είχαμε στρωμένα φελίκια και στην άκρη πλάκες. Κάτω απ’ αυτές βάζαμε το βράδυ τα τσαρούχια για να ’ναι το πρωί μαλακά.
Κάποτε, λοιπόν, πήγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου στο Αγρίνιο και πήρε σταφιδόπανο χοντρό. Απ’ αυτό μου ’κοψε η μάννα μου με την κοπανέλα (σουγιά)-γιατί φαλίδι δεν υπήρχε-δύο βρακιά. Τα ’ραψε με ράμματα και σούφρα, για να τα δένω στη μέση, με λουρίδα απ’ το ίδιο. Ήταν μακριά τα βρακιά ως τον αστράγαλο και είχαν και χαμηλά σκοινιά, για να τα δένω. Ήταν δε πολύ πλατιά που χωρούσαν δύο σαν εμένα.
Όταν μου έραψε το ένα μου το φόρεσε. Ήταν κολατσιό. Μου είπε: Γιώργο, τώρα, που έχεις και βρακί θα πας ψωμί του πατέρα σου, αλλιώς δε σου φκιάνω το άλλο. Πράγματι πήρα το σακούλι, το ’βαλα στις πλάτες και ξεκίνησα. Πήρα ένα ανηφοράκι. Ήταν λόγγος από κουμαριές και φελίκια. Βαδίζοντας έκανε το βρακί μου ρυθμικά χράπα-χρουπ, χράπα-χρούπ, σαν να μου ’δινε βήμα κληρωτού στρατιώτη.
Ενώ ανέβαινα το δρομάκι της πλαγιάς, βλέπω να κατεβαίνει κάποιος καβάλα σ’ ένα μουλάρι. Αμέσως σκέφτηκα πως αυτός, ακούοντας το ρυθμό του βρακιού μου, θα γελάσει και κρύφτηκα, στο λόγγο, παράμερα του δρόμου, πίσω από μια τούφα.
Αυτός δε με κατάλαβε. Μα το μουλάρι, όμως που μ’ είχε καταλάβει, δίσταζε να περάσει και το ζόριζε να περάσει. «Ντε διάολε», του είπε και πέρασε τότε φριμάζοντας.
Τη Λαμπρή, που πούλησε τα’ αρνιά ο πατέρας, μου πήρε και τσαρούχια ξεπέτσωτα, αλλά χωρούσαν και τα δυο μου πόδια στο ένα. Ή δεν του ’κοβε το μυαλό για το μέγεθος του ποδιού ή τα πήρε μεγάλα, για να τα ’χω για χρόνια. Όταν ξεκινήσαμε για τα βουνά τα φόρεσα και στο δρόμο μ’ έβαζαν να πατάω στα νερά, για να μαζέψουν. Καλύτερα να ’μουν χίλιες φορές ξυπόλυτος, παρά το χάλι ,που τράβηξα. Μου ’βγαιναν απ’ τα πόδια και μου ’καμαν σακκούλες.
Σ’ αυτή τη θέση στα Μαγγανάρια, πέρασα τυχαία μετά τριάντα χρόνια και χωρίς να ξέρω πού ήταν γνώρισα τον τόπο, που κρύφτηκα για το χράπα-χρουπ του πρώτου μου βρακιού. Ήμουνα με τη μακάρια τη γυναίκα μου τότε και της διηγήθηκα το γεγονός της ηλικίας μου των έξι χρόνων.
τα φωτίκια…
Την άλλη χρονιά μου ’στειλε ο νουνός μου τα φωτίκια (απ’ το φώτισμα, βάπτισμα), όπως τα ’λεγαν τότε:
Τσαρούχια με παρδαλές φούντες, σκαλτσοδέτες, σκάλτσες, φουστανέλλα, ζωνάρι, ντουλαμά, πουκάμισο με φαρδιές μανίκες με χάρτσια και σκούφια.
Μου τα φόρεσαν το απόγευμα της Λαμπρής. Αλλά καλύτερα να μην τα φορούσα.
Όλα τα παιδιά του χωριού μαζεύτηκαν γύρω μου σαν να ’μουνα αρκούδα. Άλλο έπιανε τις μανίκες, άλλο τη φουστανέλλα, άλλο τις κάλτσες. Με θαύμαζαν και γω καμάρωνα.
Ήταν πρωτοφανές αυτό για το χωριό μας. Δεν ξανά ’χαμε ιδεί τέτοια φορεσιά. Αυτές ήταν οι επιζήσεις μου από τα πρώτα καινούργια ρούχα.
τα φαγητά μας
Ως προς τα φαγητά μας ήταν κι αυτά πρωτόγονα:
Κρέας μόνο τα Χριστούγεννα βλέπαμε με καμπρολάχανο φκιαγμένο ή το φθινόπωρο, που σφάζανε καμιά παλιόγιδα ή όποτε γκρεμίζονταν κανένα.
Τόση ήταν η επιθυμία μας, που τη σαρακοστή φκιάναμε με την ξαδέρφη τη Γιαννούλα πάνω στις κοτρώνες σκαλούλες και υπολογίζαμε πως εκεί θα στηρίζεται η σούφλα με τους μεζέδες. Πού όμως να περισσέψει από τόσο λαό να μας δώσουν να ψήσουμε…
Οι μεγάλοι τρώγανε σε μεγάλο σοφρά. Κι από κάτω σ’ άλλον εμείς τα παιδιά.
Ανάμεσα στους μικρούς και τους μεγάλους ήταν η θεια Ανθούλα, με το κακάβι δίπλα της.
Εμείς τα παιδιά είχαμε κούπες ξύλινες, που τις έφκιανε ο πατέρας μου, που ήταν πελεκάνος.
Οι μεγάλοι έτρωγαν στα σαγάνια. Όλοι με ξύλινα κουτάλια απ’ τον πατέρα φκιασμένα. Αν θέλαμε ψωμί ή φαγητό ακόμα ζητούσαμε κρυφά απ’ τη θειά μας, ψιθυριστά ή με σκούντημα
Την εποχή εκείνη, οι πιο πολλοί ενήλικες νόμιζαν τους μικρούς μικρομεγάλους. Νόμιζαν πως, αφού δεν πεινούσαν αυτοί, ΄λόγω ηλικίας, δεν πεινούσαν και οι μικροί. Ο ίδιος ο πατέρας μου στο χωριό με πήρε απ’ τη Γρεντζελούλα να πάμε στα πρόβατα στο βουνό, που ήταν και σιτάρια.
Μ’ άφησε στην άκρη στο σιτάρι νηστικό κι αυτός πήγε για λαγό. Μέχρι να γυρίσει το γιόμα, πέθανα από την πείνα κι από την κούραση, τρέχοντας για τα πρόβατα μη μπούνε στο σιτάρι. Όταν ήρθε μου ’πε: «Θα πείνασες, έ»;
Το κύριο φαγητό μας ήταν γάλα, όσπρια και γαλαχτερά.
Από γλυκά ούτε ιδέα δεν είχαμε. Μόνο, όταν πήγαινα στη μανιά (=γιαγιά) μου ’δινε ζάχαρη και μάλιστα κρυφά απ’ τα εγγόνια των παιδιών της. Μου ’δινε πάντα και αυγό.
Η ξαδέρφη μου η Γιαννούλα με παρακαλούσε να την πάρω κι αυτή να της δώση αυγό. Πράγματι την πήρα και της έδωσε κι αυτής. Στο δρόμο όμως περνώντας σε νερά γλίστρησε και της έπεσε στις πέτρες και έσπασε.
Άρχισε τα κλάματα και η μάνα μου, που ήταν μαζί μας, της έταξε ότι θα της δώση άλλο άλλη φορά. Έτσι μοιραστήκαμε το δικό μου.
Πριν πάω στο σχολείο. Κοιμόμουνα στην κρεββάτα του σπιτιού.
Πέρα απ’ τα μεσάνυχτα σηκώθηκα για κατούρημα. Κάτω απ’ το σπίτι μας ήταν το σπίτι του Τσιλιμέκη. Παντρεύονταν η αδελφή του.
Σκέφτηκα πως, αν πάω στο γάμο, κάτι θα μου δώσουν να φάω. Σκοτάδι. Άνοιξα την πόρτα και πήγα. Στάθηκα απέξω. Μέσα κόσμος, κουβέντιαζε τργούδαγε. Φώτα; Λαδολύχναρα.
Μπαινόβγαιναν γυναίκες. Κανένας δεν μου ’δινε σημασία. Στ’ απάνω μέρος της αυλής ήταν κληματαριά. Στο πεζούλι ένα καζάνι με μια κουτάλα.
Ανακατεύω, δοκιμάζω. Ήταν ρύζι, απομεινάρια από κρέας. Ρούφηξα λίγο. Μεζέ δεν πρόλαβα να πιάσω. Τραβώ τη μυξιασμένη μανίκα μου και βάζω το χέρι. Κόκκαλα βρήκα. Με παράπονο έφυγα, γλείφοντας το χέρι και ξαναπήγα για ύπνο.
Μια άλλη φορά, που παντρεύονταν ένα κορίτσι του Ζαγκαναριστείδη κι έπαιρνε τον Αντρέα Τσοκάρα, ήμουν με άλλα απιδιά στο τραπέζι. Μας είχαν στο καλύβι του αλωνιού.
Κρέας με ρύζι φάγαμε. Εμάς τα υφαντόπουλα μας περιποιούνταν ιδιαιτέρως ο Αποστόλης ο ξάδερφος της νύφης.
Εκεί στο τραπέζι ήρθε απρόσκλητη να φάη και η Μποκογιώργαινα. Γι’ αυτό και της έλεγαν: «Συμπέθερος ακάλεστος, γάιδαρος στο παχνί»…
Στο γάμο του μπάρμπα-Σταύρου, αδερφού της μάνας μου, ήμουνα. Δε χωρούσαμε και μας πήγαν στο διπλανό σπίτι του Αλεξοκώστα. Εκεί θυμάμαι την πρεβέντα. Ένα ψωμί σαν λαγάνα κεντημένο.
Σ’ ένα άλλο γάμο, ενός Δημάκη, ήμουνα μπροστά με όλα τα παιδιά, δίπλα στο φλαμπουριάρη. Ο πατέρας μου ήταν μάγειρας και κομμάτιαζε το ψητό. Τον πλησίασα και μου ’δωσε, όσο το αντίδωρο και μου ’πε: «Φύγε από δω, γιατί θα ντροπιαστώ». Ήταν πολύ τυπικός.
Έξι ή εφτά χρονών πρωτοείδα πορτοκάλι. Είχε φέρει η αδερφή μου η Χρύσω απ’ το Ρεντσπέρ (σημερινός Άγιος Νικόλαος), που ξεχείμαζαν. Δεν ξέραμε πώς τα καθαρίζουν κι άρχισα να το τρώω, όπως έτρωγα τα μήλα, με τη φλούδα.
Ψάρια πρωτοείδα, όταν ξεχειμάζαμε στα Μαγγνάρια, που ’φερε ο πατέρας μου. Μου ’κανε εντύπωση που δεν είχαν τρίχες καιδεν έκλειναν τα μάτια τους. Γιατί εγώ ήξερα πως τα ζώα έχουν βλέφαρα. Γι’ αυτό ροσπαθούσα να τους τα κλείσω, αλλά στα χαμένα.
Κάποτε πήγα με τον πατέρα μου πιο κάτω από την ταράτσα μας σ’ ένα χάνι του Σταθοκώστα και κει πρωτοείδα τσοπέλες σύκα και σταφίδα.
Το παιδί του Σταθοκώστα ο Μήτσος μου’ δωσε σύκα και σταφίδα. Μου φάνηκαν εξαιρετικά. Για πρώτη φορά έτρωγα.
Εκεί στα μαγγανάρια και πιο πέρα απ’ την ταράτσα μας ήταν ένας γαύρος (δέντρο). Τις περισσότερες φορές τρώγαμε λαψάνες (παληολάχανο των χωραφιών). Ένα βράδυ, μόλις κλείσαμε τα πρόβατα, πήγαινα προς την ταράτσα με το μπάρμπα μου το Σταύρο.
Αυτός ρώτησε τη μάνα μου τι φαΐ έχει και μόλις άκουσε λαψάνες είπε: «Να πάνε στο διάβολο να μην τις ξαναϊδώ δώθε από το γαύρο».
Όταν ήμασταν στα Μαγγανάρια, με πήρε ο Δημήτρης ο ξάδερφός μου, και πήγαμε στα Γουρναρέϊκα. Ήταν παντρεμένη εκεί η Μαρία η αδερφή του. Θυμάμαι πως χόρτασα γουρνίσιο κρέας.
Άλλη μια φορά ο πατέρας μου είχε στήσει ένα δόκανο (σίδερο). Βγαίνοντας έξω άκουσε την αλεπού να σκούζει. Μ’ άφησαν εκεί και πήγαν με τη μάνα μου να την ξεπιάσουν, όπως κι έγινε.
Μια φορά ο Κώστας έπιασε στο σίδερο (δόκανο) ένα λαγό και τον έφερε στο καλύβι. Έκανε και κοκορετσάκι τα εντόσθια και το φάγαμε. Ήταν για μας πολύ ωραίο, που είχαμε μήνες να δούμε κρέας.
ζωοκλοπές
Στ’ αλώνι του σπιτιού μας, ένα βραδάκι, καθόταν ο Δημήτρης ο ξάδερφός μου. Μου μίλησε και μου ’δωσε κρέας. Ήταν κλεμμένο. Και μια άλλη φορά στου Κυνηγού είχε ρίξει στη γάστρα κρέας κι απ’ έξω φύλαγε η Φώτω η αδερφή του. Κατά σύμπτωση ερχόταν η μάνα του. Μίλησε η Φώτω κι αμέσως το ’βγαλε γρήγορα και το σκέπασε στο πεζούλι με κάπες. Δεν θυμάμαι, αν έφαγα απ’ αυτό.
Μια μέρα βρέθηκε στην Κρύα βρύση ο Βασίλης Δημάκης του Νασιοκώστα, όπως τον λέγαμε. Ζήλεψε τον τραχανά μας και μας ζήτησε. Του δώσαμε. Κι αυτός έπειτα μας έδωσε από ένα κομμάτι κρέας και μας είπε πως ήταν λαγός ψημένος. Μάζεψε και τα κόκαλα για το σκυλί του, το Γαλάνη. Αργότερα, που μεγάλωσα, κατάλαβα πως ήταν από κλεμμένο σφάγιο.
Ακόμη θυμάμαι πως μέσα στον οντά του σπιτιού μας, είχε δεμένο το απόσπασμα το Βλάση (Σπροβλάση τον λέγαμε εμείς), γιατί είχε κλέψει κάτι γίδες.
Στον οντά θυμάμαι, επίσης και τον Αντριοκώστα, μπάρμπα του Σπροβλάση, που τον είχαν κι αυτόν για κλεψιά. Τον έπιασαν πιο κάτω από το σπίτι.μας.
Απέξω απ’ το σπίτι μας ήταν ο σωρός με τα ξύλα. Στρατιώτες- θυμάμαι- κυνηγούσαν τις κότες του Ανδρεόπουλου. Ανακατεμένες οι κότες της γειτονιάς τρύπωναν και με ρώτησε ένας ποια είναι του Ανδρεόπουλου. Και του ’δειξα μια κόκκινη κότα και τη χτύπησε με το ξίφος στο κεφάλι.
Ο Πάστρας
Εκεί μέσα θυμάμαι το απόσπασμα που ’ρθε για το ληστοφυγόδικο Δ. Πάστρα.
Στο απόσπασμα ήταν κι ο Γιώργος Υφαντής, πρώτος μου ξάδερφος.
Ο Πάστρας είχε επικηρυχθεί. Αποσπάσματα και χωριάτες έπιασαν τα περάσματα να τον βαρέσουν.
Χτύπησε η καμπάνα στο χωριό. Συγκεντρώθηκαν άνδρες με ντουφέκια και φύγανε για το βουνό.
Στου Καρακαηδόνη το διάσελο προς την Αράχωβα φύλαγαν Αραχωβίτες.
Πέρασε ο Πάστρας με το σύντροφό του τον Καραγκούνη, τους βρήκαν κι έμαθαν το σκοπό τους.
Ήθελε να κατεβή στην Αράχωβα να ξεφύγη. Έμαθε πως ένα μονοπάτι δεν ήταν πιασμένο. Κατέβαιναν από εκεί, αλλά παραφύλαγαν χωροφύλακες και τους σκότωσαν.
Το απόσπασμα του Προυσού δεν το έμαθε. Είχε πληροφορίες πως τον κρύβαμε εμείς. Έφτασαν νύχτα 20 άνδρες. Πιάσανε καρτέρια και στείλαν στο σπίτι το Γιώργο (Υφαντή) με 4 άλλους να πει στους δικούς μας να τον παραδώσουμε.
Ήταν νύχτα. Ο Γιώργος μπήκε μέσα. Ξύπνησε τον πατέρα και του είπε σχετικά.
Τότε έμαθαν πως ο Πάστρας προ δυο ημερών σκοτώθηκε.
Στείλαν έπειτα και ήρθαν και οι άλλοι. Έφαγαν, χόρεψαν στον οβορό και έφυγαν. Ένας εύζωνας είχε λάστιχο σ’ ένα δάχτυλό του.
Απ’ τη ζωή μου στο χωριό της γέννησής μου, μου μένουν άσβεστα μερικά γεγονότα:
Σε πολύ μικρή ηλικία, που ήμασταν στο βουνό -στον Ίταμο-δεν ήξερα πως πέρα απ’ τον ορίζοντα είναι και άλλος κόσμος. Κι όταν είδα τον ξάδερφό μου το Δημήτρη στην κορυφή του βουνού είπα στην ξαδέρφη μου πως θα πέση κείθε κατά το Θεό.
Τις διακοπές για τα Χριστούγεννα με πήγαινα στο Μακρυχώραφο στα γίδια. Όπου κοιμόμουν μ’ ένα παλιοκαπί κι έπιανα καλογιάννους μες το καλύβι, που ’ρχονταν για ψίχουλα.
Φύλαγα τα κατσίκια κι έτρεχα όλη μέρα κλαίγοντας, που δεν μπορούσα να τα μαζέψω. Είχα τρομάξει από τα φίδια κι όταν έβλεπα ρίζες λαχτάριζα μήπως ήταν φίδια.
Τον Ιούλιο μήνα, πήγαινα με τον Αποστόλη, τον ξάδερφο, από το Μακρυχώραφο επάνω ξυπόλυτοι κι οι δυο. Πατούσαμε πάνω στις πέτρες, που έκαιγαν, γιατί, αν πατούσαμε πάνω στο χώμα, ήταν αγκάθια.
Έτσι, πηδώντας σαν πέρδικες, πιάσαμε και τα καλλιεργημένα χωράφια. Ήταν καλαμπόκια τσιτσούνες, όπως τα ’λεγαν. Το καρπούζι τους ως πέντε πόντους.
Το γλυκό της θεια-Πέτραινας
Μου μένουν αξέχαστα πως ανέβαινα στο τζάκι και μαδούσα τα κρεμασμένα σταφύλια κι ακόμη πως έκλεβα το γλυκό της θειά-Πέτραινας.
Κι έφαγαν ξύλο ο γιος της ο Αποστόλης κι ο αδερφός μου ο Φώτης, νομίζοντας πως το φάγανε αυτοί. Όπως κάθονταν γύρω στη φωτιά, τους έπιασε απ’ τ’ αυτιά και τους χτύπαγε τα κεφάλια κι έλεγε με νεύρα: «Γιατί φάγατε το γλυκό, γιατί το φάγατε»!
Εγώ χαμήλωσα το κεφάλι και περίμενα, αλλά δεν έβανε με το νου της ότι θα μπορούσε να το είχα φάει εγώ. Αργότερα, που της πήγαινα πάστες, της έλεγα ότι τις πήγαινα, για να ξεχρεωθώ και γελούσε με την καρδιά της.
στην Κρύα βρύση
Το καλοκαίρι μας πήγαιναν στην Κρύα Βρύση, πολύ ωραίο μέρος. Εκεί φυλάγαμε τις κότες, χουχτώντας όλη μέρα, για να φεύγουν τα γεράκια Κάθε πρωί βράζαμε τραχανά ρίχνοντας μέσα και γάλα από μια μαρτίνα γίδα, τη Σαββάτω, την κουτσοκέρα, που είχαμε εκεί.
Εκτός από τις κότες που προσέχαμε, μαζεύαμε κλωνάρια και φλούδες ελατιών, για να ’ρθουν οι γυναίκες να τα κουβαλήσουν για το χειμώνα. Μαγειρεύαμε και φασόλια. Αλάδιαγα όμως. Γιατί το λάδι ήταν κάτι ανώτερο από φάρμακο στο χωριό.
Κάθε μέρα κατέβαινε με τη σειρά του ένας από μας στο χωριό. Πήγαινε στο τσαντίλι τ’ αυγά της ημέρας κι έπαιρνε το απόγευμα ψωμί, φαγητό ή και λίγο βούτυρο, στο κολοκυθόφυλλο τυλιγμένο.
Μια φορά πήγαινα προς την Κρύα Βρύση ένα τσουκάλι με φασόλια ξεσπειριστά. Στο δρόμο όμως άρχισα να ρουφάω τα φασόλια κι έτσι λιγόστεψαν. Για να μην καταλάβουν τα’ άλλα παιδιά, όταν έφτασα στη θέση Πλατανιά, που ήταν νεράκι, γέμισα πάλι το τσουκάλι, τ’ ανακάτεψα μ’ ένα ξύλο κι έτσι φάγαμε το βράδυ.
Ο μπαρμπα-Σταύρος
Των Αγίων Αποστόλων, που κάναμε πανηγύρι, ήρθε ένας γυρολόγος μ’ ένα κουτάκι με καθρεφτάκια, βελόνια, κουπανέλες, κ.λ.π. Ζήλευα τις σουγιές, γιατί ήθελα να φκιάνω σκανταλάρια για παγίδες πουλιών. Όμως με τι να την πάρω; Εκεί έκανε βόλτες ο μπάρμπας μου ο Σταύρος και πιάστηκα από το σακκάκι του. Κατάλαβε ότι κάτι ήθελα και με ρώτησε. Του είπα τι θέλω και μου έδωσε μια δεκάρα και μου πήρε το σουγιά. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη.
Ο Αποστόλης
Είχε κατεβεί στο χωριό ο ξάδερφός μου ο Αποστόλης. Σουρούπωσε και δεν φάνηκε. Αρχίσαμε να φωνάζουμε. Αλλά τίποτες. Αυτός ήταν κρυμμένος κάτω απ’ την πεζούλα κι αφού νύχτωσε καλά, πετάχτηκε ανεβαίνοντας τον τοίχο και μας έσκιαξε.
Το πρωί, που ξυπνήσαμε είδαμε στην ανατολή κάτι σύννεφα πελώρια ν’ ανεβαίνουν.
Τον ρωτήσαμε τι είναι-ήταν ο μεγαλύτερος-και μας είπε πως είναι κορομηλιές της Αμερικής. Εγώ, του είπα τότε, γιατί δεν ανεβαίνει να φωνάξει ο Θανάσης του Ζαγκαναριστείδη-ήξερα πως ήταν στην Αμερική- αλλά δεν τον ήξερα. Και μου απάντησε πως είναι μακριά και δεν ακούγεται.
Κάποιο βράδυ ο ο Αποστόλης έδεσε έξω από το καλύβι τον αδερφό μου το Μήτσο και τον αδερφό του το Χρίστο, με τριχιά σε μια κορομηλιά, γιατί έφαγαν από την τέντζερη φασόλια την ώρα που εμείς πήγαμε για ξύλα. Καθώς προχωρούσε η νύχτα άρχισαν να κλαίνε και να φωνάζουν.
Το καλοκαίρι του 1910 βρέθηκα με τον Κώστα και τον Αποστόλη προς το Μεαλώνι με τα γίδια. Εγώ κοιμόμουν κι αυτοί τα παραβόλιαζαν. Στο μεταξύ είχε φέξει κι είχα ξυπνήσει. Ήμουν κουλουρίδα σε μια παλιόκαπα σ’ ένα ριζοσπήλι. Άκουα βουή. Στρέφω τα μάτια και βλέπω απ’ τη δύση να τρέχει προς την ανατολή ένα κόκκινο ταψί με ουρά μεγάλη κι έπειτα κρύφτηκε. Ήταν κομήτης. Αργότερα έλεγαν στο χωριό πως έπεσε σε μια λίμνη κι απ’ τον κρότο απόρριξαν όλες οι γυναίκες της περιοχής…
το κατευόδιο
Αργότερα, όταν ήμουν στο Ελληνικό σχολείο, είχα ρθει στο χωριό και πήγα στην Κρύα Βρύση με τον αδελφό μου το Μήτσο. Ξέραμε πως το πρωί θα φύγουν οι επίστρατοι. Τοιμάσαμε φυσίγγια του γκρα με μπαρούτι και με αβζότι σε μια τρύπα και το πρωί, που ακούσαμε πυροβολισμούς- πυροβολούσαν οι επίστρατοι απ’ το χωριό-εγώ άρχισα να φωνάζω «ώρα καλή» κι ο Μήτσος με λούρα αναμμένη έβανε φωτιά. Αυτοί μας απαντούσαν με πυροβολισμούς. Δεν καταλαβαίναμε τι κίνδυνο διατρέχαμε να σκοτωθούμε απ’ τους κάλυκες.
Τα γιατροσόφια
Ιατρική περίθαλψη ήταν εντελώς άγνωστη. Όποιος αρρώσταινε έπρεπε να πεθάνει, εκτός κι αν η φύση τον έκανε καλά. Ο αδερφός μου ο Γάκιας κι ο ξάδερφός μου ο Χρίστος πέθαναν, χωρίς να ξέρει κανένας από τι πέθαναν.
Μια φορά είχα φάει πολλά κουκιά και μ’ έπιασε φοβερός πόνος στην κοιλιά. Ούτε ορθός ούτε δίπλα.
Τ’ άλλα παιδιά φώναξαν τη μάνα μου κι ήρθε απ’ το χωράφι και με πότισε ένα κουτάλι διαλυμένη μπαρούτι και αμέσως μου πέρασε.
Άλλες δυο φορές, που με χτύπησε ο αδερφός μου στο μέτωπο και στο πίσω μέρος του κεφαλιού με πέτρα, μου ’βαζαν ένα χορτάρι- το σακοθρόφι.
Και τις δυο φορές με χτύπησε ο αδερφός μου ο Φώτης, που ήταν πολύ ιδιότροπος:
Την πρώτη στεκόμουν έξω στη σκάλα του σπιτιού και μ’ έσπρωξε και πήγα 3-4 σκαλιά με τα μούτρα κάτω. Χτύπησα στο μέτωπό μου και μια πέτρα μου ’σπασε το κόκκαλο.
Την άλλη ήμουνα στα Στρέμματα με τα μαρτίνια κι αυτός περνούσε για το βουνό κι ήθελε να πάω κι γω μαζί του και μου ρίχνει μια πέτρα και με χτυπάει στο πίσω μέρος και μου ’σπασε το κόκαλο. Το αίμα γέμισε τα ρούχα μου. Το βράδυ το είδε η μάννα μου. Έκαμε πολύ καιρό να κλείση.
Άλλοτε πάλι είχαν πρηστεί οι βελανίδες μου και υπέφερα. Με πήγε ο πατέρας μου απέναντι στην Ποταμούλα σε μια γρια ξαδέρφη του-Γαλανογιώργαινα την έλεγαν- και μου τις ξόρκισε το βράδυ έξω στ’ αστέρια και μου πέρασαν.
Το τέλος της μανιάς
Κοιμόμουν πάντα με τη μανιά (γιαγιά) μου. Ένα βράδυ βγήκε να πάρει ξύλα έξω. Μες το σπίτι τσακωνόταν η Χρύσω κι ο Φώτης τ’ αδέρφια μου. Φώναξε τη μάνα μας και της είπε: «Τι διάολο κάνει και δεν τα μαζεύει να τους δώσει να φάνε».
Σα γύρισε μέσα κάθισε στο παραγώνι, γέλασε πολύ δυνατά και βουβάθηκε. Το βράδυ την πλησίασα, για να κοιμηθώ, όπως πάντα και δεν μ’ άφησαν.
Έλεγαν πως την ώρα, που βγήκε έξω, πάτησε σε τραπέζι διαόλου κι «έπαθε». Ύστερα από λίγες μέρες, ενώ καθόμασταν στο παραγώνι κι αυτή ήταν απέναντί μας ακουμπισμένη στο χέρι, την είδαμε να σκύβη. Ξεψύχησε.
Φωνάξαμε τους μεγάλους. Γιατί την ώρα αυτή δεν ήταν κανένας εκεί. Γιατρός δεν την είδε, γιατί δεν υπήρχε στην περιοχή, αλλά και να ’ταν με τι να τον έφερναν. Η φτώχια ήταν το μόνο καλό στον τόπο αυτό.
το σχολείο
Στο σχολείο πήγα εφτά χρονών, στην πρώτη τη μεγάλη. Πήγαιναν έξι χρονών στην πρώτη τη μικρή.
Δάσκαλο είχαμε στην πρώτη το μακαρίτη τον Καλογερά. Πολύ αυστηρός. Ξύλο στην ημερησία διάταξη. Μου άρεσε πολύ η απαγγελία των ποιημάτων, που έκανε. Τόσο χτυπούσαν στην ψυχή μου, που πολλά μ’ έκαναν να δακρύζω (όπως π.χ. η κόρη του Ιωάννου Γαλάτη).
Πολλές φορές έλεγα να γινόμουν δάσκαλος, όπως και έγινε.
Μια άλλη φορά θυμάμαι διηγούνταν ο δάσκαλος τη μάχη του Φαλήρου με τον Καραϊσκάκη και πώς σκοτώθηκε.
Μας έλεγε πως ήταν πεδιάδα. Κι εγώ φανταζόμουνα την πεδιάδα σαν μια ξέρα που ’χε το ρέμμα κάνα στρέμμα- γιατί αλλού ίσιωμα δεν είχαμε.
Τη διήγηση του δασκάλου την πήρα αμέσως. Είπε έπειτα να πη το μάθημα ο ξάδερφός μου ο Αθανάσιος Βρυκόλακας. Δεν το ήξερε. Σήκωσα το χέρι και μ’ έβαλε να το πω. Το είπα. Με διέταξε να παω να τον φτύσω. Δίσταζα. Με φοβέριξε. Και πήγα και τον έφτυσα.
Θυμάμαι ένα παιδί, που λεγόταν Σπυρουιάννης (Ιωάνν. Σπυρ. Σταθοκωστόπουλος). Είχε σπειριά στο κεφάλι. Φορούσε σκούφια και κάθονταν σταυροπόδι στο πάτωμα. Μια μέρα τον έδειρε ο δάσκαλος και, σαν ήταν ανοιχτή η πόρτα, έφυγε.
Κατά διαταγή του δάσκαλου άρχισαν να τον κυνηγούν τα παιδιά της τετάρτης τάξης-ως εκεί ήταν το Δημοτικό τότε. Το θέαμα ήταν κωμικοτραγικό. Φωνές, κακό πηδήματα σε πεζούλες. Αλλά τελικά δεν τον έπιασαν.
Στη Βα τάξη, μετά απ’ τις διακοπές του Χριστού, περιμέναμε το δάσκαλο αλλά δεν ήρθε.
Εκεί που βαδίζαμε στο δρόμο εγώ κι ένα άλλο παιδί, βρήκαμε έναν που ’ρχονταν απ’ τον Προυσό. Τον ρωτήσαμε για το δάσκαλο. Μας είπε πως έσπασε το μπαλκόνι του σπιτιού του και χτύπησε. Φεύγοντας κάναμε το σταυρό μας λέγοντας: «Παναΐα μ’ να πεθάνη»!
Στη συνέχεια αρρώστησε από φθίση ο Καλογεράς κι ήρθε ο παπα-Τσόλκας από την Κορίκιστα Καταβόθρα).
Πότε έκανε και πότε δεν έκανε μάθημα. Πιο πολύ ξύλο έριχνε, παρά μάθημα έκανε.
Δίκιο είχε, γιατί δεν ήξερε και τίποτες. Ξύλο μονάχα αλύπητο. Πάντα ακουμπισμένοςστην έδρα. Πολλές φορές έλεγε: «Κάποιος είναι στο δρόμο, έρχεται να πάω στο χωριό μου»! Και περιέργως αλήθευε.
Τη Λαμπρή πήγα και τραγούδησα. Μου είχε ορίσει την παρέα ο δάσκαλος: Εγώ ο Κώστας ο ξάδερφός μου, ο Γιώργος Ματζάρας, ο Κώστας Σταθογιάννης, ο Γιώργος Σταθογιάννης (Μπαλωμενογιώργος), ο μτέπειτα ηγούμενος Προυσού.
Νύχτα έφτασαν δυο στο σπίτι και νύχτα πήγαμε στα Σταθέικα (μισή ώρα). Στο σπίτι του Κώστα Σταθογιάννη μας έβαλε η μάνα του το πρώτο αυγό.
Πήραμε τα σπίτια με τη σειρά. Στου Μπαλωμενογιώργου έφυγε η μάνα του και θύμωσε και είπε: «Μπαλωμένισσα έφυγες, για να μη μας δώσεις αυγό». Βρήκε το κλειδί και πήρε 2-3 να εκδικηθεί. Η Παλιοσπύραινα κι ο παππούλης μου ο Γιαννάκης μας έδωσαν η πρώτη ένα εικοσάρι κι ο δεύτερος δυο δεκάρες και δυο αυγά. Μαζέψαμε περί τα 60 αυγά και χρήματα δε θυμούμαι πόσα.
Για τετράδια τις περισσότερες φορές μας έπαιρναν δεκάρι χαρτί και το ράβαμε.
Κάποτε μου ’φεραν ένα τετράδιο. Σκέφτηκα πιο καλά είναι να το διπλώσω. Πήρα βελόνι, το δίπλωσα, το έραψα κι έγραψα την αριθμητική μου.
Το απόγευμα, πηγαίνοντας στο σχολείο, περίμενα να μου πει ο δάσκαλος μπράβο.
Μας φώναξε και πήγαμε στην έδρα. Πήγα πρώτος. Μόλις το είδε μου είπε:
«Μπακάλης είμαι και μου ’φερες τέτοιο δεφτέρι»; Και μου ’ριξε έξι λουριές και με διέταξε να σταθώ όρθιος να φάω κι άλλες. Εκεί, που στεκόμουν, μου ’φυγε το κάτουρο σιγά-σιγά και μούσκεψε το βρακί μου
Έλεγα με το μυαλό μου πως τέτοιο τετράδιο έχει και ο μπακάλης ο νουνός του πατέρα μου, που κατάγονταν από τα’ Αλέστια. Τον ήξερα που ’ρχονταν στο πανηγύρι. Δεν ήξερα τι πα να πει μπακάλης, γιατί στο χωριό δεν υπήρχε μαγαζί.
Όταν τελείωσε όλους μου ’ριξε άλλες έξι και τα δάχτυλά μου μάζεψαν. Το ψωμί το ’πιανα με τους γρόθους το βράδυ, για να φάω.
Δυο μέρες την πέρασα κρυμμένος στον κήπο, τρώγοντας πρασσόφυλλα. Την τρίτη μέρα με πρόδωσαν τα παιδιά, αλλά εγώ δεν ήθελα να πάω.
Ώσπου μια μέρα, περνώντας ο δάσκαλος έξω από το σπίτι του μίλησε η θειά Χαρλαμίνα με αυστηρό τρόπο. Κι αυτός της είπε πως έκανε λάθος και να πάω και δεν θα με ξαναδείρη. Έτσι πήγα ξανά με κρύα καρδιά.
Οι μπαρμπάδες μου φιλοξενούσαν πολύ κόσμο και πάντοτε τον ταχυδρόμο, που ’μενε τα βράδια στο σπίτι μας. Τον έβαζαν να μας κάνει έλεγχο σε γνώσεις και τετράδια.
Θυμάμαι που μας είπε να πούμε το εμποροκομομπορομετεωροφέναξ, για να μας καλλιεργήσει τη γλώσσα.
Στις αρχές της τρίτης τάξεως έφυγα για το Μεσολόγγι.